Συνολικές προβολές σελίδας

Πρωταγόρας ΄Γ Λυκείου-Ενότητα 6-Aνάλυση (Ετυμολογία,Ομόρριζα-Ερμηνευτικά Σχόλια)


 

 

Ετυμολογία και Ομόρριζα στη Νέα Ελληνική

θυμοῦται < θυμόομαι –οῦμαι < θυμός < θύω (= κινούμαι με ορμή): θυμωμένος, ράθυμος, ραθυμία, αμφιθυμία, θυμοειδής, θυμηδία, εύθυμος, ευθυμία, πρόθυμος, προθυμία, απρόθυμος, απροθυμία, οξύθυμος, λιποθυμία, λιποθυμικός, επιθυμία, κυκλοθυμικός, θυμόσοφος.

νουθετεῖ < νοῦς + τίθημι: νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.

α. νοῦς: < νοέω –ῶ: νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.

β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.

κτητῆς < κτῶμαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.

οὔσης < εἰμί: ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός, οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.

ἐθέλεις < ἐθέλω: θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία, εθελόδουλος.

ἐννοῆσαι < ἐν + νοέω –ῶ: < νοῦς: νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση, κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία, ακατανόητος.

τὸ κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) + άδ-j-ω: ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.

ἀδικοῦντας (< ἀδικῶ < ἄδικος < ἀ στερ. + δίκη): αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος, αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.

δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός, δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.

ἡγοῦνται < ἡγέομαι –οῦμαι: ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία, προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο, περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα, διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος, καθηγητής.

ἔχων < ἔχω: εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, διάδοχος, πάροχος, ανάδοχος, παροχή, εξοχή, σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα, σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.

τιμωρεῖται < τιμωρέω –ῶ < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + οὖρος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ὤρα = φροντίδα, < τιμή + ἄρνυμαι = παίρνω]: τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία, ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα, τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμοκρατικός, αντίτιμο.

ἐπιχειρῶν < ἐπιχειρῶ < ἐπὶ + χείρ: επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα, εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση, διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση, χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.

παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής, ελευθερόστομος.

ἀγένητον < ἀ (στερητικό) + γίγνομαι
: γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος, εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής, εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.

θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.
ἰδὼν < εἶδον < ἐ- Fιδ -ον του ρ. ὁρῶ: είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής, τριγωνοειδής.
ἰδίᾳ: ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.

πολῖται < πόλις: πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης, πολιτειολογία.

λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση, ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος, μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός, απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.

ἀποδέχονται < ἀπὸ + δέχομαι: δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός, ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός, διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.

σκυτοτόμου < σκῦτος (τὸ) + τέμνω: σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή, τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή, κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία, κατάτμηση, σύντμηση.

συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σὺν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα παρασύνθετο < συμβουλὴ < συν + βουλὴ < βούλομαι]: βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση, βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο, κοινοβουλευτικός.

ἀποδέδεικται < ἀπὸ + δείκνυμαι: αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης, δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο, δειγματοληψία.

φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

θυμοῦται καὶ νουθετεῖ: Η αδικία, η ασέβεια και οτιδήποτε αντίθετο προς την αρετή δεν είναι «φυσικά ελαττώματα», ώστε να αντιμετωπίζονται με κατανόηση και συμπάθεια· αντίθετα, αυτά επισύρουν την οργή και τη νουθεσία, διότι δείχνουν ότι ο άνθρωπος αδιαφόρησε για κάτι που είχε υποχρέωση και δυνατότητα να μάθει και να διδαχτεί, δηλαδή τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια και τα άλλα είδη της αρετής.

οὐδεὶς… κολάζει: Στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας διατυπώνει τη θεωρία του για τις ποινές. Σύμφωνα με αυτή τη ρηξικέλευθη για την αρχαιότητα θεωρία, η ποινή έχει παιδευτικό και όχι κατασταλτικό σκοπό, σωφρονιστικό και όχι εκδικητικό χαρακτήρα. Απορρίπτονται τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης, που ήταν πολύ ισχυρά και κατά την εποχή του Πρωταγόρα. Οι πρωτόγονες κοινωνίες έβλεπαν την ποινή υπό το πρίσμα του τελετουργικού άγους, ως μαγική απαλλαγή από κάποιο μίασμα. Οι περισσότερες κοινωνίες της αρχαιότητας θεωρούσαν την ποινή ως θεϊκή ανταπόδοση για το αδίκημα (τίσις) – πράγμα που θα επέφερε την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, καθώς και της κοσμικής ισορροπίας (δίκη). Ακόμα και στην εποχή του Πρωταγόρα η ποινή είχε συχνά τη μορφή της σκληρής εκδίκησης για το έγκλημα του διαπράχθηκε. Το κείμενο του πλατωνικού Πρωταγόρα είναι το πρώτο γραπτό δείγμα μιας θεωρητικής προσπάθειας να συλλάβουν οι άνθρωποι την ποινή ως ανθρώπινο θεσμό που εξυπηρετεί ορισμένη κοινωνική σκοπιμότητα. Η άποψη ότι η τιμωρία πρέπει να επιβάλλεται για σωφρονισμό και όχι για εκδίκηση επικράτησε κατά τους νεότερους χρόνους και στην Παιδαγωγική και στη Φιλοσοφία του Δικαίου (πρβλ. τις απόψεις του Ιταλού διαφωτιστή Cesare Beccaria).

ἵνα μὴ… ἰδὼν κολασθέντα: Σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός εκείνου που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων.

οἱ σοὶ πολῖται: Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στους συμπολίτες του Σωκράτη με έναν τόνο αυταρέσκειας· η επιχειρηματολογία του βρίσκει ερείσματα στην ίδια την Αθήνα!

χαλκέως καὶ σκυτοτόμου: Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος ο Σωκράτης στο ερώτημά του.
ἱκανῶς: Ο Πρωταγόρας δηλώνει με έμφαση ότι έχει ήδη αποδείξει, και μάλιστα ικανοποιητικά, πως η αρετή είναι διδακτή.

Ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αποδείξει πως είναι γενική πεποίθηση των ανθρώπων ότι όντως η αρετή μπορεί να διδαχθεί με δύο βασικές θέσεις:

α. Οι άνθρωποι αποδίδουν υπαιτιότητα σε όσους διαπράττουν αδικίες. Υπαιτιότητα σημαίνει ότι όποιος αδίκησε θα μπορούσε να αποφύγει την αδικία, μπορούσε δηλαδή να έχει περισσότερη αρετή, που είναι ιδιότητα αντίθετη της αδικίας. Η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην αδικία και την αρετή προϋποθέτει τη δυνατότητα απόκτησης της αρετής και μάλιστα με φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία.

Παρατήρηση: Η πεποίθηση ότι οι Αθηναίοι (και οι άλλοι άνθρωποι) αποδίδουν υπαιτιότητα και ενδεχομένως τιμωρούν όλους εκείνους που διαπράττουν αδικήματα ή ασεβήματα, με το σκεπτικό ότι αυτοί αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, διότι δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς από τον Πρωταγόρα.
β. Η υπευθυνότητα του ανθρώπου για κάθε άδικη ενέργεια αποδεικνύεται από την επιβολή των ποινών. Τιμωρείται όποιος κρίνεται υπεύθυνος και θεωρείται υπαίτιος και υπόλογος για ό,τι έκανε. Ωστόσο η ποινή δεν αναφέρεται στην ίδια την άδικη πράξη. Σκοπός της είναι η αποτροπή της επανάληψης του εγκλήματος τόσο από το δράστη όσο και από τους άλλους. Επομένως και η ποινή είναι μια μορφή διδαχής, που έχει ως σκοπό να διδάξει την αρετή.

Παρατήρηση: Ο Πρωταγόρας θεωρεί a priori την ποινή ως εργαλείο παιδαγωγικού σωφρονισμού και δεν αποδεικνύει με στέρεα επιχειρήματα τον παιδευτικό σκοπό της, πράγμα που θα ήταν απαραίτητο βέβαια, αφού αναφέρεται σε μια κοινωνία όπου η ποινή είχε συχνά εκδικητικό και ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Επομένως, και στις δυο περιπτώσεις καταλογίζεται στον Πρωταγόρα ότι επιστρατεύει το λεγόμενο σόφισμα λήψεως του αιτουμένου, δηλαδή ότι επιχειρεί να αποδείξει μια θέση με προτάσεις που οι ίδιες χρειάζονται απόδειξη.


Γαρεφαλάκη Έφη 
Εκπαι
δευτικός Φιλόλογος
Master στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση 
Φιλολογικά μαθήματα (Ηράκλειο - Γάζι - Αμμουδάρα) 
Τηλ. +30 694.956.3452