ΑΡΧΑΙΑ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 2.3 (50-56)
Ώς δ' έπαύσατο (τοϋ λόγου)
είπών ταύτα
και ή βουλή έγένετο δήλη
έπιθορυβήσασα εύμενώς,
ό Κριτίας γνούς
ότι άναφεύξοιτο
εϊ έπιτρέψοι τή βουλή
διαψηφίζεσθαι περί αυτού,
καί ήγησάμενος τούτο ού βιωτόν,
προσελθών και διαλεχθείς τι
τοΐς τριάκοντα
έξήλθε, καί έκέλευσε
τους έχοντας τα εγχειρίδια
έπιστήναι φανερώς τή βουλή
έπι τοίς δρυφάκτοις.
εισελθών δέ πάλιν ειπεν
« Εγώ. ώ βουλή,
νομίζω είναι έργον προστάτου
ο'ιου δει.
ος άν μη έπιτρέπη
όρων έξαπατωμένους
τους φίλους.
Και έγώ οΰν τούτο ποιήσω.
Καί γάρ οϊδε οι έφεστηκότες
φασιν ούκ επιτρέψειν ήμιν, ει ανήσομεν άνδρα
τον λυμαινόμενον την ολιγαρχίαν φανερώς.
Έστι δε έν τοις καινοΐς νόμοις
μηδένα άποθνήσκειν
των μεν έν τοΐς τρισχιλίοις όντων
άνευ τής ϋμετέρας ψήφου,
των δ' έξω τού καταλόγου
τους τριάκοντα κυρίους είναι θανατούν.
“Εγώ οΰν. έφη,
εξαλείφω Θηραμένην τούτονι
έκ τού καταλόγου, συνδοκούν ημϊν απασιν.
Και ημείς, εφη.
θανατούμεν τούτον».
Ό
Θηραμένης άκούσας ταΰτα, άνεπήδησεν έπι την εστίαν και είπεν
« Εγώ δ', έφη. ώ άνδρες.
ικετεύω τά. πάντων έννομώτατα.
μή είναι έπι Κριτίςχ έςαλείφειν
μήτε έμέ
μήτε
όν άν βούληται υμών.
άλλα
την κρίσιν είναι και ύμιν και έμοι κατά τούτον (τον νόμον),όνπερ νόμον ούτοι έγραψαν περι των έν τω καταλόγω.
Ούκ
άγνοώ μέν.
εφη.
μά τούς θεούς και τούτο.
ότι
όδε ο βωμός
άρκέσει μοι ούδέν,
άλλα
βούλομαι έπιδεΐξαι και τούτο,
ότι ούτοί είσι
ού μόνον άδικώτατοι περί ανθρώπους.
άλλ’ ασεβέστατοι καί περί
θεούς.
Θαυμάζω μέντοι ύμών.
έφη. ώ άνδρες καλοί κάγαθοί, εί
μη βοηθήσετε, ύμιν αυτοΐς.
και
ταύτα γιγνώσκοντες
ότι τό έμόν όνομα
ούδέν εύεξαλειπτότερόν (έστι)
ή τό (όνομα) έκάστου υμών».
Έκ δέ τούτου
ο μέν κηρυξ των τριάκοντα έκέλευσε τούς ένδεκα έπι τόν
Θηραμένην· εκείνοι δ' εϊσελθόντες συν τοΐς ύπηρέταις,
ηγουμένου αυτών Σατύρου
τού θρασυτάτου τε καί αναιδέστατου,
ό Κριτίας μέν ειπε·
«Παραδίδομεν ύμ'ιν, έφη.
Θηραμένην τούτον ί κατακεκριμένον κατα τόν νόμον.
Υμείς δέ [οϊ ένδεκα] λαβόντες και άπαγαγόντες ου δει
πράττετε τα έκ τούτων».
Ώς δέ είπε ταυ τα, ό Σάτυρος είλκε μέν
άπο τού βωμού,
είλκον δε οι
ύπηρέται.
Ό δέ Θηραμένης ώσπερ εικος έπεκαλείτο καί θεούς και
ανθρώπους καθοράν τα γιγνόμενα.
Ή δέ βουλή ησυχίαν εΐχεν,
ορώσα και τους ομοίους Σατύρω
έπι τοίς δρυφάκτοις
και το έμπροσθεν τού βουλευτηρίου
πλήρες των φρουρών,
και ούκ άγνοούντες
ότι παρησαν
έχοντες εγχειρίδια.
Οί δ' απήγαγον τον άνδρα δια της αγοράς
δηλούντα μάλα μεγάλη τή φωνή οία έπασχε.
Λέγεται δε εν ρήμα και τούτο αυτού.
Ώς ό Σάτυρος είπεν
ότι οιμώξοιτο
εί μη σιωπήσειεν.
έπήρετo
« Αν δέ σιωπώ, έφη, ούκ άρ’ οιμώξομαι;»
και έπεί γε έπιε το κώνειον
αναγκαζόμενος άποθνήσκειν,
έφασαν ειπειν αυτόν
άποκοτταβίσαντα τό λειπόμενον
τούτ' έστο) Κριτίατώ καλώ».
Και ούκ αγνοώ μεν τούτο, ότι ταύτα αποφθέγματα ούκ
αξιόλογα,
εκείνο δε τού άνδρός κρίνω αγαστόν,
το μήτε
άπολιπειν τό φρόνιμον
μήτε τό παιγνιώδες έκ τής ψυχής
τού θανάτου παρεστηκότος
|
Όταν τελείωσε
το λόγο του,
αφού είπε αυτά,
και η βουλή
έγινε φανερή
ότι επιδοκίμασε με θόρυβο ευνοϊκά,
επειδή ο
Κριτίας αντιλήφθηκε
ότι θα
απέφευγε (ο Θηραμένης) την καταδίκη (: ότι θα τη γλίτωνε ο Θηραμένης), αν
επέτρεπε στη βουλή
να αποφασίσει
με ψηφοφορία για το θέμα αυτό,
και επειδή θεώρησε
ότι έπειτα απ’ αυτό
δεν μπορούσε να υποφέρει τη ζωή (: δε θα
άξιζε να ζει),αφού πλησίασε και αντάλλαξε μερικές λέξεις (: συζήτησε κάτι)
με τους Τριάκοντα
βγήκε
έξω (από τη βουλή) και διέταξε
αυτούς
που είχαν τα ξιφίδια (: τους οπλισμένους με τα ξιφίδια) να σταθούν φανερά
στη βουλή
κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα.
Και
αφού ξαναμπήκε (στη βουλή) είπε:
«Εγώ,
κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι είναι καθήκον πολιτικού αρχηγού
τέτοιου
όπως πρέπει (: άξιου του ονόματος του),
να
μην επιτρέπει (αυτό),
αν
βλέπει ότι οι φίλοι του εξαπατώνται.
Και
εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω.
Γιατί
και αυτοί εδώ που έχουν σταθεί (μπροστά στο κιγκλίδωμα)
λένε
πως δε θα μας επιτρέψουν, αν αφήσουμε ελεύθερο (: αθωώσουμε) άνδρα που
υποσκάπτει (: καταστρέφει) φανερά το ολιγαρχικό πολίτευμα.
Υπάρχει
λοιπόν διάταξη στους νέους νόμους (που ορίζει) να μη θανατώνεται κανένας απ’
αυτούς βέβαια που συμπεριλαμβάνονται στους τρισχιλίους χωρίς την ψήφο σας,
αυτούς όμως που δεν αναγράφονται στον κατάλογο
οι
Τριάκοντα να έχουν το δικαίωμα να τους καταδικάζουν σε θάνατο.
Εγώ
λοιπόν, είπε,
διαγράφω
αυτόν εδώ το Θηραμένη
από
τον κατάλογο με τη
σύμφωνη γνώμη όλων μας.
Και
εμείς, είπε,
τον
καταδικάζουμε σε θάνατο».
Ο Θηραμένης, μόλις άκουσε αυτά,
πήδησε στο βωμό της Εστίας και είπε·
«Εγώ, είπε, άνδρες (Αθηναίοι),
(σας) ικετεύω σ' ό,τι πιο
δίκαιο υπάρχει (: σας ικετεύω στο όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης)
να μην έχει ο Κριτίας το
δικαίωμα να διαγράφει (από τον κατάλογο) ούτε εμένα
ούτε όποιον κι αν θέλει από
σας, αλλά να δικαζόμαστε τόσο εσείς όσο και εγώ σύμφωνα μ' αυτόν το νόμο, τον
οποίο ακριβώς (νόμο) αυτοί πρότειναν (: έγραψαν) γι' αυτούς που
περιλαμβάνονται στον κατάλογο.
Δεν αγνοώ βέβαια, είπε, μα τους
θεούς και τούτο, ότι δηλαδή αυτός εδώ ο βωμός δε θα με ωφελήσει σε τίποτα (:
δε θα με σώσει),
αλλά θέλω να αποδείξω και αυτό,
ότι δηλαδή αυτοί είναι
όχι μόνο πάρα πολύ άδικοι
απέναντι
στους ανθρώπους
αλλά και ασεβέστατοι προς τους
θεούς.
Παραξενεύομαι (: εκπλήσσομαι)
όμως με σας,
είπε,
άνδρες καλοί και έντιμοι, αν δε βοηθήσετε τους εαυτούς σας (: γιατί δε
βοηθάτε τους εαυτούς σας), και
μάλιστα ενώ γνωρίζετε
ότι το όνομά μου δε σβήνεται καθόλου πιο εύκολα από το
όνομα του καθενός από σας».
Ύστερα απ' αυτό (: στη συνέχεια), ο κήρυκας των
Τριάκοντα κάλεσε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη- όταν λοιπόν εκείνοι
εισήλθαν μαζί με τους υπηρέτες (: με τους βοηθούς τους),
έχοντας επικεφαλής τους το Σάτυρο, που ήταν (και)
θρασύτατος και αναιδέστατος,
τότε ο Κριτίας είπε·
«Σας παραδίνουμε, είπε,
αυτόν εδώ το Θηραμένη που έχει καταδικαστεί σύμφωνα με
το νόμο.
Σεις λοιπόν [οι Έντεκα],
αφού τον συλλάβετε και τον οδηγήσετε
εκεί όπου πρέπει,
κάνετε τις περαιτέρω ενέργειες
Μόλις λοιπόν είπε αυτά, ο
Σάτυρος από τη μια μεριά τον τραβούσε
από το βωμό και από την άλλη
τον τραβούσαν οι υπηρέτες.
Και ο Θηραμένης, όπως ήταν
φυσικό, επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους
να βλέπουν αυτά που γίνονταν.
Και οι βουλευτές παρέμεναν
αδρανείς, επειδή έβλεπαν τους όμοιους με το Σάτυρο
κοντά στο κιγκλίδωμα
και το χώρο μπροστά από το
βουλευτήριο
γεμάτο από φρουρούς
και διότι δεν αγνοούσαν
ότι παρευρίσκονταν (: στέκονταν
εκεί)
οπλισμένοι με ξιφίδια.
Αυτοί λοιπόν έσυραν τον άνδρα
διαμέσου της αγοράς, ενώ φώναζε με πάρα πολύ δυνατή φωνή τα όσα πάθαινε.
Λέγεται, λοιπόν, ένας λόγος και
αυτός δικός του.
Όταν ο Σάτυρος του είπε
ότι θα κλάψει πικρά
αν δε σιωπήσει (: αν δεν το
βουλώσει),
αυτός του απάντησε με ερώτηση:
«Και αν σωπήσω, είπε, άραγε δε
θα κλάψω πικρά;».
Και
όταν βέβαια ήπιε το κώνειο,
γιατί
εξαναγκάστηκε να πεθάνει,
έλεγαν
ότι είπε αυτός
αφού τίναξε
μακριά από το ποτήρι το υπόλοιπο:
«αυτό ας είναι για τον όμορφο Κριτία».
Και βέβαια δεν αγνοώ αυτό, ότι
δηλαδή αυτοί οι λόγοι δεν είναι αξιόλογοι (: αξιομνημόνευτοι), ωστόσο θεωρώ
αξιοθαύμαστο εκείνο το προτέρημα του άνδρα,
το ότι δηλαδή δεν του έλειψε ούτε η αυτοκυριαρχία
(: η ετοιμότητα) ούτε το χιούμορ (: η λεπτότητα του πνεύματος),παρόλο που ο
θάνατος παρέστεκε (: ήταν κοντά του).
|
Γαρεφαλάκη Έφη
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος
Master στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση
Φιλολογικά μαθήματα (Ηράκλειο - Γάζι - Αμμουδάρα)
Τηλ. +30 694.956.3452
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος
Master στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση
Φιλολογικά μαθήματα (Ηράκλειο - Γάζι - Αμμουδάρα)
Τηλ. +30 694.956.3452