Ειδικές
Εισάγονται: κυρίως
με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι και ὡς.
Ο σύνδεσμος ὅτι χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της
ειδικής πρότασης είναι αντικειμενικό, πραγματικό.
- Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν ὅτι ἱππικόν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον.(= Οι Ασσύριοι γνωρίζουν ότι το ιππικό κατά τη διάρκεια της νύκτας είναι ταραχώδες και δύσχρηστο.)
Ο σύνδεσμος ὡς χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της
ειδικής πρότασης είναι υποκειμενικό
ή ψευδές.
- Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς δυνατός εἰμι.(= Προσπαθούν να σας πείσουν ότι τάχα είμαι ικανός.)
Κατά το περιεχόμενό τους
είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εξαρτώνται από ρήματα:
λεκτικά: φημί, λέγω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, ἀποκρίνομαι,
διδάσκω, διηγοῦμαι, κηρύττω, δηλῶ,
γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα, ἀναμιμνήσκομαι, μανθάνω, ἐπίσταμαι,
λογίζομαι, ἐνθυμοῦμαι,
αισθητικά: αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω,
δεικτικά: δείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι
Χρησιμοποιούνται ως
⇒υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων,
όπως: λέγεται, ἀγγέλλεται, μαρτυρεῖται, δῆλόν ἐστι, ἄδηλόν ἐστι, φανερόν ἐστι,
σαφές ἐστι κ.ά., π.χ.
- Οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. > υποκείμενο(= Γιατί δεν ανακοινώθηκε σ' αυτούς ότι είχαν φονευτεί.)
⇒ αντικείμενο σε
ρήματα λεκτικά
(λέγω, διδάσκω, ἀγγέλλω, δηλῶ, ἀποκρίνομαι κ.ά.), δεικτικά (δείκνυμι, ἀποδείκνυμι κ.ά.), γνωστικά και
αισθητικά (γιγνώσκω, οἶδα, μανθάνω, ἐπίσταμαι, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι, ἀκούω κ.ά.), π.χ.
- Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν. > αντικείμενο(= Αυτοί έλεγαν ότι ο Κύρος έχει πεθάνει.)
- Πυνθάνομαι ὡς χρήματα εἴληφεν Aἰσχίνης. > αντικείμενο(Πληροφορούμαι ότι τάχα πήρε λεφτά ο Αισχίνης.)
⇒επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε
δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους, π.χ.
- Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς. > επεξήγηση στην αντωνυμία ταῦτα(= Αυτά ισχυρίζομαι, ότι δηλαδή δεν παραδέχεσαι εντελώς τους θεούς.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν
δηλώνουν κάτι πραγματικό:
·
Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκας πρῶτος ἐνέβαλεν
ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν.
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν το δυνατό στο
παρελθόν ή κάτι μη πραγματικό:
·
Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν
αὐτοῖς.
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν το δυνατόν στο
παρόν ή στο μέλλον:
·
Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε.
ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν
εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού
χρόνου και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη:
·
Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο.
Ενδοιαστικές
δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις εκφράζουν ενδοιασμό ή φόβο ή ανησυχία μήπως συμβεί κάτι κακό ή μήπως δεν
πραγματοποιηθεί κάτι επιθυμητό.
Εισάγονται: με
τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή, μὴ οὐ.
Ο σύνδεσμος μὴ ή ὅπως μὴ χρησιμοποιείται όταν η
πρόταση δηλώνει φόβο μήπως γίνει κάτι το φοβερό ή το ανεπιθύμητο.
- Ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁ στρατός χωρήσῃ.(= Φοβήθηκαν μήπως και βαδίσει εναντίον τους ο στρατός.)
Ο σύνδεσμος μὴ οὐ
χρησιμοποιείται όταν το υποκείμενο της κύριας πρότασης φοβάται μήπως δε γίνει
κάτι που εύχεται και προσδοκά, κάτι επιθυμητό.
- Φοβοῦμαι μὴ οὐ δυνηθῶ διὰ τὴν ἀπειρίαν δηλῶσαι.(= Φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω εξαιτίας της απειρίας μου να φανερώσω.)
Κατά το περιεχόμενό τους
είναι κυρίως προτάσεις επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εξαρτώνται από ρήματα
που φανερώνουν
φόβο, δισταγμό, ανησυχία, επιφύλαξη: φοβοῦμαι, δέδοικα ή
δέδια, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω ή
από παρόμοιες απρόσωπες εκφράσεις: δεινόν ἐστι, δέος ἐστί,
κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι, ὑποψία ἐστίν,
Χρησιμοποιούνται ως:
⇒αντικείμενο σε ρήματα που δηλώνουν φόβο, δισταγμό,
ανησυχία (φοβοῦμαι, δέδοικα, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω κ.ά.)
- Δέδιμεν μή οὐ βέβαιοι ἦτε. > αντικείμενο(= Φοβόμαστε μήπως δεν είστε σταθεροί.)
⇒υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα
(δεινόν ἐστι, δέος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι κ.τ.ό.)
- Κίνδυνός ἐστι μὴ μεταβάλωνται και γένωνται μετὰ τῶν πολεμίων. > υποκείμενο(= Υπάρχει κίνδυνος μήπως αλλάξουν διαθέσεις και ταχθούν με το μέρος των εχθρών.)
⇒επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, κυρίως σε
δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους
- Τόδε ἄδηλον παντί, μὴ πολλὰ σώματα κατρίψασα ἡ ψυχή τὸ τελευταῖον αὐτὴ ἀπολλύηται. > επεξήγηση στο τόδε.(= Αυτό είναι άγνωστο στον καθένα, μήπως δηλ. η ψυχή αφού εξαντλήσει πολλά σώματα στο τέλος και αυτή η ίδια χάνεται.)
Εκφέρονται με:
⇒υποτακτική,
όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε αρκτικό χρόνο και
δηλώνουν φόβο για κάτι που αναφέρεται στο μέλλον:
- Οἱ τύραννοι φοβοῦνται μὴ αἱ πόλεις ἐλεύθεραι γένωνται.
⇒ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν το
ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο και δηλώνουν φόβο ο οποίος
αναφέρεται στο παρελθόν:
- Ἔδεισαν μὴ ἀποθάνοιεν.
Σπανιότερα εκφέρονται με:
⇒οριστική, όταν δηλώνουν φόβο πραγματικό στο παρόν, στο
μέλλον ή στο παρελθόν
·
Δέδοικα μὴ ἄλλου τινὸς ἤ τοῦ ἀγαθοῦ μεθέξω
⇒δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν φόβο πιθανό στο
παρόν ή στο μέλλον
·
Φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ
κατασκευή, εἰ πόλεμος ἐγερθείη.
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή
πλάγιες ερωτήσεις
λέγονται οι
δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση όχι σε ευθύ αλλά σε
πλάγιο λόγο.
·
Ευθεία ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις;
·
Πλάγια ερώτηση: Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Σύγκριση με τα ν.ε.
·
Ευθεία ερώτηση: Με αγαπάς;
·
Πλάγια ερώτηση: Με ρώτησε αν με αγαπάει.
Προσοχή: Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις δεν παίρνουν
ερωτηματικό.
Διακρίνονται σε:
α) πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας,
δηλαδή αυτές που δέχονται ως απάντηση ναι ή όχι, π.χ.
- · Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής
άγνοιας διακρίνονται σε μονομερείς (μονομελείς), δηλαδή όταν έχουν
ένα μέρος (μέλος), άρα ζητείται η απάντηση σε ένα ερώτημα ή
διμερείς (διμελείς), δηλαδή όταν έχουν δύο μέρη
(μέλη), άρα ζητείται η απάντηση ανάμεσα σε δύο ερωτήματα.
- Ἠρώτων αὐτὸν εἰ ἀναπλεύσειεν ἔχων ἀργύριον. > Μονομερής
- Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτοὺς εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. > Διμερής
β) σε πλάγιες ερωτηματικές μερικής
άγνοιας,
π.χ.
·
Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.
Εισάγονται:
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας
όταν είναι μονομερείς με το: εἰ
όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε, πότερον - ἤ,
πότερα - ἤ
Οι πλάγιες ερωτηματικές μερικής άγνοιας
με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς, πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος,
ποδαπὸς
με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος,
οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός.
με τα ερωτηματικά επιρρήματα: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς
με τα αναφορικά επιρρήματα: οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ,
ὡς, ὅπως
Κατά το περιεχόμενό τους
είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ
ή μή.
Εξαρτώνται από ρήματα που
σημαίνουν
ερώτηση, απορία ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω
κ.ά.
γνώση, άγνοια γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι,
ἀγνοῶ κ.ά.
απόπειρα, φροντίδα πειρῶμαι, παρασκευάζομαι,
πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά.
σκέψη, προσοχή σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω,
βουλεύομαι κ.ά.
δείξη, ανακοίνωση δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι
κ.ά.
μετά από λέξεις ή φράσεις παρόμοιας σημασίας
ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν
ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά.
Χρησιμοποιούνται ως:
⇒αντικείμενο σε μεταβατικά ρήματα
που σημαίνουν ερώτηση, απορία (ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω
κ.ά.), γνώση, άγνοια (γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ,
ἀπόρως ἔχω κ.ά.), απόπειρα, φροντίδα (πειρῶμαι, παρασκευάζομαι,
πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά.), σκέψη, προσοχή (σκοπῶ,
σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.ά.), δείξη, ανακοίνωση
(δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.ά.), π.χ.
- Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.(= Θα ρωτήσω ποιος είναι ο δάσκαλος.) > αντικείμενο
⇒υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα
παραπάνω ρήματα (ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν
ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά.), π.χ.
- Ὅθεν καὶ ἀπορεῖται πότερόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν μαθητὸν ἤ ἐθιστόν. > υποκείμενο(= Υπάρχει λοιπόν η απόρία ποιο από τα δύο είναι το αγαθό ευκολομάθητο ή ευκολοσυνήθιστο.) ⇒επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους,
- π.χ. Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις. > επεξήγηση(Αυτό θα εξετάσουμε, αν λες την αλήθεια.)
Εκφέρονται με:
α) Οριστική,
όταν δηλώνουν ερώτηση για το πραγματικό.
β) Δυνητική
οριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη
πραγματικό.
γ) Δυνητική
ευκτική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον.
δ) Aπορηματική
υποτακτική (ενίοτε + αοριστολογικό ἄν), όταν δηλώνουν απορία σχετικά με
αυτό που πρέπει να γίνει.
ε) Eυκτική του
πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό
χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη .
Αναφορικές
Εισάγονται
με αναφορικές
αντωνυμίες ή αναφορικά επιρρήματα
Εκφέρονται με μία από τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως ή επιθυμίας ή με
ευκτική του πλαγίου λόγου.
⇒ Διακρίνονται
σε: Αναφορικές
Ονοματικές-Προσδιοριστικές
(δηλώνουν ποιο είναι το όνομα στο οποίο αναφέρονται) :
έχουν συντακτική θέση υποκειμένου, αντικειμένου, κατηγορουμένου,
παράθεσης, επεξήγησης, επιθετικού προσδιορισμού, ετερόπτωτου προσδιορισμού
(συνήθως γεν. διαιρετική ή αντικειμενική)
(δηλώνουν
για ποιο λόγο κάνει κάτι το όνομα που προσδιορίζουν, με ποιο σκοπό, με ποια
προϋπόθεση, με ποιο αποτέλεσμα κλπ.)
α) αναφορικές
αιτιολογικές: εκφέρονται με έγκλιση των προτάσεων
κρίσης. Στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα ψυχικού πάθους ή δικαστικό
β)
αναφορικές τελικές: εκφέρονται
με οριστική μέλλοντα. Στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα κίνησης, εκλογής, σκόπιμης
ενέργειας
γ) αναφορικές
συμπερασματικές: εκφέρονται με έγκλιση κρίσεως ή
απαρέμφατο. Προηγείται προσδιορισμός ποσού ή ποιότητας.
δ) αναφορικές
υποθετικές: εκφέρονται με τις εγκλίσεις των
υποθετικών προτάσεων, σχηματίζοντας με τις αποδόσεις τα αντίστοιχα είδη
υποθετικών λόγων
ε)
αναφορικές εναντιωματικές
στ) αναφορικές -χρονικές,
Γαρεφαλάκη Έφη
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος
Master στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση
Φιλολογικά μαθήματα (Ηράκλειο - Γάζι - Αμμουδάρα)
Τηλ. +30 694.956.3452