Σε μία από τις συνηθισμένες μου βόλτες στην πόλη, περιπλανιόμουν σε μία γειτονιά γεμάτη όμορφα σπίτια. Καθώς περπατούσα, βυθισμένος στις σκέψεις μου, ξεχώρισα μπροστά μου ένα όμορφο μεγάλο σπίτι! Θύμιζε πύργο παλιά εποχής, και ήταν καλυμμένο με ξύλο και τούβλα! Γύρω του το στόλιζε ένας όμορφος δενδρόκηπος, με διαφόρων λογιών δέντρα. Ό,τι μπορεί ο κάθε ένας σας να φανταστεί, το είχε αυτός ο κήπος.!
«Είσαι εκατομμυριούχος;»,
άκουσα δίπλα μου μία κουρασμένη, βαθιά φωνή. Γυρνάω και βλέπω ένα
γεροντάκι, σκυφτό από τα χρόνια, κρατούσε και ένα μπαστούνι για να
στηρίζεται. «Αν δεν είσαι εκατομμυριούχος, καλύτερα να στρέψεις το
βλέμμα σου αλλού. Ίσως η θέα αυτού του σπιτιού να απογοητεύει όποιον δεν
μπορεί να το αποκτήσει και όποιον δεν γνωρίζει την αξία που κρύβεται
στην ιστορία του!»
«Απλώς το κοιτάζω.. Τίποτα παραπάνω!», απάντησα
κάπως ενοχλημένος, καθώς ο ελαφρώς αδιάκριτος γεροντάκος, είχε διακόψει
την ονειροπόλησή μου.
« Η γυναίκα θα αργήσει να ετοιμάσει το φαγητό
σήμερα. Μου ανακοίνωσε ότι θα πάει για Κουν Καν στη γειτόνισσα, έχω λίγο
χρόνο να σου διηγηθώ μια ιστορία που αξίζει να την ακούσει όποιος δεν
δίνει και τόση σημασία σε ντουβάρια και ξύλα! Κι εσύ τέτοιος μου
φαίνεσαι.. Ξέρεις ό,τι αξίζει περισσότερο σε αυτό το σπίτι, δεν είναι η
όμορφη διακόσμηση, αλλά ο δεντρόκηπος!»
Και μην έχοντας καταλάβει
πως… οδηγήθηκα να κάθομαι σε ένα παγκάκι, ακούγοντας την ιστορία ενός
σπιτιού από ένα γεροντάκι, που ούτε το όνομά του δεν γνώριζα καλά καλά!
«Αυτό
το σπίτι που λές, κάποτε το αγόρασε ένας πολύ καλός άνθρωπος! Είχε
ερωτευτεί τον υπέροχο κήπο του με τα πολλά δέντρα! Δίπλα όμως από αυτό
το σπίτι, ζούσε ένας κακεντρεχής άντρας, που ζήλευε και φθονούσε τους
πάντες και συχνά έψαχνε ευκαιρίες για καυγά! Προσπαθούσε συχνά να
χαλάσει τη διάθεση του νέου του γείτονα, ρίχνοντας σκουπίδια στον όμορφο
κήπο και κάνοντας ένα σωρό άλλα απογοητευτικά πράγματα.
Μία μέρα ο
άνδρας που είχε αγοράσει το σπίτι, βγήκε έξω στη βεράντα του με μία
όμορφη διάθεση και μία κούπα καφέ για να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα.
Βρήκε μπροστά του ένα βρώμικο κουβά, γεμάτο τούβλα. Τον είχε τοποθετήσει
εκεί ο γείτονάς του, θέλοντας να του χαλάσει τη διάθεση. Αμέσως ο
κύριος, άδειασε τον κουβά, τον έπλυνε καλά καλά και τον γέμισε με φρέσκα
μήλα, που είχε κόψει την προηγούμενη μέρα, από τον κήπο του και πήγε
στον παράξενο γείτονά του.
Ο κακεντρεχής γείτονας όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα σκέφτηκε: «Επιτέλους! Δεν κρατήθηκε! Ήρθε για καυγά!»
Άνοιξε
την πόρτα έτοιμος για καυγά, αλλά προς έκπληξή του αντίκρισε τον νέο
του γείτονα να κρατάει ένα κουβά γεμάτο μήλα χαμογελώντας: «Αυτός που
είναι πλούσιος από κάτι, χρειάζεται να το μοιράζεται με τους
υπόλοιπους!»
Πηγή: www.inspirationalstories.eu