Ώρα πολλή είχε περάσει, όταν στο πηγάδι πλησίασε ένας διψασμένος τράγος, μια αρσενική κατσίκα δηλαδή. Βλέποντας ο τράγος την αλεπού μέσα στο πηγάδι την ρώτησε:
– Είναι το νερό καλό κυρά αλεπού; Να κατέβω κι εγώ να πιω, γιατί διψάω πολύ;
Η πονηρή αλεπού, τότε, του απάντησε:
–
Το νερό είναι πεντακάθαρο και δροσερό. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Κατέβα
να πιεις να ξεδιψάσεις. Εγώ πίνω συνέχεια και δεν το χορταίνω.
Ο αφελής τράγος, χωρίς να το σκεφθεί καθόλου, πήδηξε μέσα στο πηγάδι και άρχισε να πίνει νερό που όντως ήταν δροσερό και πεντακάθαρο. Ήπιε μπόλικο, με την ψυχή του, μέχρι που ξεδίψασε. Τότε ανακάλυψε ότι αν και μπήκε στο πηγάδι πολύ εύκολα, δεν μπορούσε να βγει από αυτό. Στράφηκε προς την αλεπού και την ρώτησε αν ήξερε κάποιο τρόπο για να βγουν από το πηγάδι.
Η αλεπού, παίρνοντας το πιο αθώο ύφος της, του απάντησε:
–
Αυτό είναι πολύ εύκολο. Θα σταθείς όρθιος στα πισινά σου πόδια, ενώ τα
μπροστινά θα τα ακουμπήσεις στα τοιχώματα του πηγαδιού. Θα τεντώσεις
προς τα πάνω τον λαιμό σου και εγώ θα σκαρφαλώσω πάνω σου. Όταν βγω έξω
από το πηγάδι, θα τραβήξω έξω και εσένα και ο καθένας θα πάρει τον δρόμο
του.
Ο
τράγος, βρίσκοντας σωστά αυτά που του είπε η αλεπού, δεν έχασε καιρό
και έκανε όπως του είχε πει. Η αλεπού, εύκολα πλέον, σκαρφάλωσε πάνω
στον τράγο και πήδηξε έξω από το πηγάδι.
Μην
τηρώντας όμως την υπόσχεση της, άρχισε να απομακρύνεται από το πηγάδι
χωρίς να βοηθήσει τον τράγο. Καθώς απομακρυνόταν, τον άκουσε που την
κατηγορούσε ότι αθέτησε την υπόσχεση της και ότι τον εγκατέλειψε μέσα
στο πηγάδι. Τότε η πονηρή αλεπού του απάντησε:
– Κυρ τράγε μου, αν είχες γνώση όσες τρίχες έχεις στο γένι σου, δεν θα έμπαινες μέσα στο πηγάδι πριν σκεφτείς με ποιο τρόπο θα έβγαινες από εκεί.