Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μία οικογένεια βοσκών. Είχαν όλα τα πρόβατά τους μαζί σε ένα μαντρί. Τα τάιζαν τα φρόντιζαν και τα βοσκούσαν. Κάπου κάπου τα πρόβατα προσπαθούσαν να το σκάσουν.
Ερχόταν τότε ο πιο γέρος βοσκός και τους έλεγε: «Α, πρόβατα ασυνείδητα και αλαζονικά, δεν ξέρετε ότι εκεί έξω ο κάμπος είναι γεμάτος κινδύνους; Μονάχα εδώ βρίσκετε άφθονο νερό φαγητό και προπάντων προστασία από τους λύκους.»
Γενικά αυτό αρκούσε για να φρενάρει τις «ελευθερίες» των προβάτων.
Μία μέρα γεννήθηκε ένα διαφορετικό πρόβατο. Ας πούμε πως ήταν ένα μαύρο πρόβατο. Είχε επαναστατικές διαθέσεις και ξεσήκωνε τα υπόλοιπα πρόβατα να το σκάσουν προς την ελευθερία των λιβαδιών.
Πύκνωσαν οι επισκέψεις του γέρου βοσκού που πάσχιζε να πείσει τα πρόβατα για τους εξωτερικούς κινδύνους. Ωστόσο τα πρόβατα ήταν ανήσυχα, και κάθε φορά που τα έβγαζαν από το μαντρί, τα μάζευαν όλο και πιο δύσκολα.
Ώσπου μία νύχτα το μαύρο πρόβατο, τα έπεισε και το έσκασαν. Οι βοσκοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα, μέχρι που το ξημέρωμα είδαν το μαντρί σπασμένο και άδειο.
Όλοι πήγαν να κλάψουν μαζί με το γέροντα, τον αρχηγό της οικογένειας.
«Έφυγαν, έφυγαν!»
«Τα κακόμοιρα..»
«Και η πείνα..;»
«Και η δίψα…;»
«Και ο λύκος..;»
« Τι θα απογίνουν χωρίς εμάς..;»
Ο γέροντας έβηξε, ρούφηξε τη πίπα του και είπε:
«Αλήθεια τι θ’ απογίνουν χωρίς εμάς; Και το χειρότερο είναι… Τι θα απογίνουμε εμείς χωρίς αυτά…;»
Πηγή: Διασκευή «Τα δώρα του Μαχαραγιά», Να σου πω μία ιστορία, Χόρχε Μπουκάι