Συνολικές προβολές σελίδας

Μία φορά σε ένα χωριό.... τα παλιά, σκισμένα ρούχα, που μύριζαν.

Μία φορά σε ένα χωριό μία γυναίκα με τον γιό της πήγαιναν στην ανοιχτή αγορά να ψωνίσουν τρόφιμα. Ξαφνικά, μία γυναίκα μπήκε στο δρόμο τους και τους εμπόδισε. Η γυναίκα άρχισε να φωνάζει και βρίζει τη μάνα του μικρού αγοριού με πολύ αναιδή τρόπο. 

Η μητέρα του μικρού αγοριού δεν είπε τίποτα, έπιασε το παιδί από το χέρι και συνέχισε το δρόμο της. Εξοργισμένη η αγενής κυρία τους ακολούθησε και ξανά μπήκε εμπόδιο στο δρόμο τους, αυτή τη φορά περισσότερο εξοργισμένη, άρχισε να βρίζει ολόκληρη την οικογένεια της γυναίκας. Η τελευταία όμως διόλου ενοχλήθηκε, αντιθέτως συνέχισε το δρόμο της προβαίνοντας σε καμία αντίδραση. 
 
Στο τέλος η αγενέστατη κυρία κουράστηκε και σταμάτησε να τους ακολουθεί. Τότε το μικρό παιδί γύρισε προς τη μητέρα του και τη ρώτησε: «Γιατί δεν είπες τίποτα στην κυρία που μας προσέβαλλε με αυτό τον τρόπο; Δεν σε ενόχλησαν καθόλου τα λόγια της;»
 
Η μητέρα δεν απάντησε στο γιό της. Όταν έφτασαν στο σπίτι, η μητέρα ζήτησε από το γιό της να καθίσει λίγο φρόνιμα στο καθιστικό ενώ εκείνη πήγε μέσα στο δωμάτιό της. 
 
Όταν επέστρεψε, έδωσε στο ιό της να φορέσει κάτι παλιά, σκισμένα ρούχα, που μύριζαν περίεργα. «Φόρεσέ αυτά σε παρακαλώ.», είπε η μητέρα στο παιδί.
 
Ο μικρός μόλις πήρε τα ρούχα στα χέρια του, τα πέταξε κάτω. « Γιατί τα πετάς κάτω;», τον ρώτησε η μητέρα του. Το παιδί απάντησε: «Ήταν πολύ παλιά και είχαν μία περίεργη μυρωδιά. Δεν ήθελα να το φορέσω. Γιατί μου τα έδωσες;»
 
Η μητέρα εξήγησε στο γιό της: «Όπως εσύ δεν μπορείς να αντικαταστήσεις τα καθαρά σου ρούχα με αυτά τα παλιά σκισμένα που σου έδωσα, έτσι κι εγώ δεν βάζω τις βρώμικες κουβέντες εκείνης της γυναίκας, πάνω από την καθαρή μου συνείδηση. Όταν κάποιος σε προσβάλλει και θέλει να σε στενοχωρήσει χωρίς λόγο, χρειάζεται να του το επιτρέψεις; Δεν χρειάζεται να παιδεύουμε το μυαλό μας με το να δίνουμε σημασία στις προσβολές των άλλων, ούτε να χάνουμε το χρόνο μας με το να τις ανταποδίδουμε. Γι αυτό τον λόγο, δεν αντέδρασα.!»